συμβαλλομένου

συμβαλλομένου
συμβάλλω
throw together
pres part mp masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ρήτρα — η / ῥήτρα, ΝΜΑ, και ιων. τ. ῥήτρη και ηλιακ. τ. Fράτρα και κυπρ. τ. Fρήτρα, Α 1. συμφωνία με ρητούς όρους 2. ορισμένος όρος σύμβασης νεοελλ. 1. φρ. α) «γενική ρήτρα» (νομ.) στερεότυπη έκφραση με προκαθορισμένη νομική σημασία β) «ειδική ρήτρα»… …   Dictionary of Greek

  • διαπραγματεύσεις — Οι συζητήσεις και η γενική προετοιμασία για τη σύναψη μίας σύμβασης. Υπάρχουν ορισμένες υποχρεώσεις για τους συμβαλλομένους, με γενικό κριτήριο την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Στην περίπτωση βλάβης ενός από πταίσμα άλλου συμβαλλομένου… …   Dictionary of Greek

  • Ρουσό, Ζαν-Ζακ — (Rousseau, Γενεύη 1712 – Eρμενονβίλ, Ουάζ 1778). Φιλόσοφος του γαλλικού διαφωτισμού. Έπειτα από ανήσυχη και περιπετειώδη νεανική ζωή, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι όπου γνωρίστηκε με τους φιλοσόφους και ιδιαίτερα με τον Ντιντερό. Για την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”